- ἐξωράισε
- ἐξωράϊσε , ἐκ-ὡραίζωbeautifyaor ind act 3rd sgἐξωράϊσε , ἐκ-ὡραίζωbeautifyaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… … Dictionary of Greek
Αδραμύττιον — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, απέναντι στη Λέσβο, 11 χλμ. από τον Αδραμυττηνό κόλπο. Είχε χτιστεί από τους Αθηναίους σε αντικατάσταση της ομηρικής Θήβης, πατρίδας της Ανδρομάχης και της Χρυσηίδας. Στην αρχή λεγόταν Πήδασος. Η ονομασία της… … Dictionary of Greek
Αμπντ αλ-Ραχμάν ή Αμπντ αρ-Ραχμάν — Όνομα Αράβων χαλιφών. 1. Α.α.Ρ. Α’ (731 – 788). Χαλίφης της Ισπανίας (756 788), ιδρυτής του εμιράτου των Ομεϊαδών της Κόρντομπα, γνωστός με το παρατσούκλι αλ Νταχίλ (δηλαδή ο ξενοφερμένος). Το 750 κατέφυγε στην Αφρική για να ξεφύγει από τη σφαγή… … Dictionary of Greek
Ηρώδης — Όνομα Βασιλιάδων των Ιουδαίων. 1. Η. Α’ ο Μέγας (περ. 73 π.Χ. – 4 μ.Χ.). Βασιλιάς της Ιουδαίας. (37 π.Χ. – 4 μ.Χ.) Ήταν γιος του Αντίπατρου, που είχε εξιουδαϊστεί. Κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του Αντωνίου, ο οποίος έπεισε τη ρωμαϊκή σύγκλητο … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Καισάρεια — I Ονομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, ανάμεσα στην Ιόππη και στην Τύρο. Παραδόθηκε από τον Αύγουστο στον Ηρώδη τον Μέγα, ο οποίος την ονόμασε Κ. προς τιμήν του Αυγούστου (25 π.Χ.). Η πόλη εκχριστιανίστηκε πολύ νωρίς. Πρώτος… … Dictionary of Greek
Κίεβο — (Kiev Kyyiv). Πόλη (2.602.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Είναι χτισμένη σε ένα επίπεδο ύψωμα στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, στο όριο ανάμεσα στη δασική ζώνη και στη στέπα. Παραδοσιακή γεωργική αγορά καθώς και αγορά γουναρικών και… … Dictionary of Greek
Μικίψας — (2ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Νουμιδίας, ένας από τους 54 γιους του επίσης βασιλιά της Νουμιδίας Μασανάση. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (143 π.Χ.), μοιράστηκε με τους αδελφούς του το πατρικό βασίλειο. Στο μερίδιό του πήρε και τους θησαυρούς του… … Dictionary of Greek